τροπολογία

τροπολογία
[тропологиа] ουσ. Θ. видоизменение, поправка, исправление,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τροπολογία" в других словарях:

  • τροπολογία — τροπολογίᾱ , τροπολογία moralis intelligentia fem nom/voc/acc dual τροπολογίᾱ , τροπολογία moralis intelligentia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπολογίᾳ — τροπολογίᾱͅ , τροπολογία moralis intelligentia fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπολογία — η, ΝΜΑ [τροπολογῶ] νεοελλ. 1. τροποποίηση τής λεκτικής διατύπωσης ή τών λεπτομερειών ενός θέματος 2. (νομ.) σύντομο κείμενο που εισάγεται σε ένα σχέδιο νόμου, απόφασης, ψηφίσματος ή συνθήκης και με το οποίο διευκρινίζονται, συμπληρώνονται ή… …   Dictionary of Greek

  • τροπολογία — η τροποποίηση για τη διατύπωση ή τις λεπτομέρειες λόγου: Προτάθηκαν τροπολογίες στο νομοσχέδιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροπολογίας — τροπολογίᾱς , τροπολογία moralis intelligentia fem acc pl τροπολογίᾱς , τροπολογία moralis intelligentia fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπολογίαν — τροπολογίᾱν , τροπολογία moralis intelligentia fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπολογιῶν — τροπολογία moralis intelligentia fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπολογίαις — τροπολογία moralis intelligentia fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτοαπαγόρευση — Κίνηση που εκδηλώθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα για την απαγόρευση της παραγωγής, της πώλησης και της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών. Από το 1871 χρονολογείται η πρώτη νόμιμη απαγόρευση, στην… …   Dictionary of Greek

  • образословиѥ — ОБРАЗОСЛОВИ|Ѥ (1*), ˫А с. Иносказание: ина притча гл҃тьсѧ ѡбразословьѥ, ѥже ѥсть рещи: с҃не чл҃вчь, рекохъ же имъ притчю сию (ἡ τροπολογία) ΓΑ XIII–XIV, 74в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • tropología — (Del gr. tropos, tropo + logos , ciencia.) ► sustantivo femenino 1 RETÓRICA Lenguaje figurado que se emplea con sentido alegórico. 2 RETÓRICA Mezcla de doctrina y moralidad en el discurso. * * * tropología (del lat. «tropologĭa», del gr.… …   Enciclopedia Universal


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»